- συμπαρεισέρχομαι
- Α [παρεισέρχομαι]παρεισέρχομαι*, διεισδύω συγχρόνως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαρεισέρχεται — συμπαρεισέρχομαι go in along with pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρεισέλθοι — συμπαρεισέλθοῑ , συμπαρεισέρχομαι go in along with aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)